μονόκλαυτος

μονόκλαυτος
μονό-κλαυτος, ϑρῆνος, ὁ, das Klagen des einzeln Weinenden

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μονόκλαυτος — μονόκλαυτος, ον (Α) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που τόν κλαίει μόνο ένας 2. (για θρήνο) αυτός που γίνεται από έναν μόνο («κεῖνος δ ὁ τάλας ἄγοος μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆς εἶσι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κλαυτός (< κλαίω),… …   Dictionary of Greek

  • μονόκλαυτον — μονόκλαυτος made by one only masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”